- υποκατάστατος
- -η, -οο τοποθετημένος στη θέση άλλου, ο αντικαταστάτης, ο αναπληρωτής: Το καινούριο ελαστικό είναι υποκατάστατο του παλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποκατάστατος — η, ο / ὑποκατάστατος, ον, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι] αυτός που έχει υποκαταστήσει κάποιον, αντικαταστάτης, αναπληρωτής νεοελλ. 1. (νομ.) δεύτερος κληρονόμος που ορίζεται σε περίπτωση που ο πρώτος δεν αποδέχεται την κληρονομία 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ὑποκατάστατον — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem acc sg ὑποκατάστατος obstinatus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταστάτοις — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταστάτους — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταστάτων — ὑποκατάστατος obstinatus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυυποκατεστημένος — η, ο, Ν χημ. (ιδίως για οργανική ένωση) αυτός που προκύπτει από την αντικατάσταση περισσότερων τού ενός ατόμων υδρογόνου ενός υδρογονάνθρακα από άλλα άτομα ή ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. polysubstitue (< πολυ * +… … Dictionary of Greek